Μέλι Καστανιάς
Το μέλι καστανιάς είναι μία από τις ταυτοποιημένες κατηγορίες Ελληνικού μελιού με ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η γεύση και το άρωμα, και ταυτόχρονα πλούσιο σε φυσικοχημικά χαρακτηριστικά.
Το μέλι καστανιάς είναι μικτής προέλευσης. Παράγεται και από το νέκταρ των ανθέων της αλλά και από τις μελιτώδεις εκκρίσεις της καστανιάς, αλλά σύμφωνα με νέα οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατατάσσεται ως ανθόμελο αλλά με χαρακτηριστικά μελιτώματος (κατ΄εξαίρεση).
Το μέλι καστανιάς έχει ιδιαίτερα οργανοληπτικά (χρώμα, γεύση, άρωμα) χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ένα σκούρο μέλι, στο χρώμα του κάστανου, με ιδιαίτερα έντονο άρωμα, χαρακτηριστική οσμή μεγάλης διάρκειας, γεύση δυνατή που οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα γυρεόκοκκων, αφήνει μια πικρή επίγευση, ένα μέτριας γλυκύτητας μέλι. Το μέλι καστανιάς παραμένει σε ρευστή μορφή χωρίς να κρυσταλλώσει, για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί έχει υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη και χαμηλά ποσοστά γλυκόζης κάτι που το κάνει ιδανικό για αθλητές..
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι το μέλι καστανιάς αν και ανθόμελο, έχει ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων, παρόμοια με το μέλι μελιτώματος. Σε συγκριτική έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί σε ελληνικά αμιγή μέλια διαπιστώθηκε ότι η συνολική περιεκτικότητα του καστανόμελου σε επτά μεταλλικά στοιχεία (K, Na, Ca, Mg, Mn, Zn, Fe, Cu) είναι διπλάσια από αυτή του θυμαρίσιου μελιού και του βαμβακόμελου. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις αφορούν κυρίως το κάλιο, το ασβέστιο και το μαγνήσιο (Θρασυβούλου 2002).
Το μέλι καστανιάς έχει διαπιστωθεί ότι έχει σημαντική αντιμικροβιακή δράση έναντι διαφόρων μικροοργανισμών ( Staphylococcus aureus, Enterococcus faecalis, Bacillus subtilis, Helicobacter pylori, Candida tropicalis, Candida albicans). Η μεγάλη βιολογική αξία του καστανόμελου οφείλεται στην υψηλή αντιοξειδωτική δράση παρόμοια με αυτή των μελιών μελιτώματος.